Le crépuscule du soir
Voici le soir charmant, ami du criminel ;Il vient comme un complice, à pas de loup ; le cielSe ferme lentement comme une grande alcôve,Et l'homme impatient se change en bête fauve.
Ô soir, aimable soir, désiré par celuiDont les bras, sans mentir, peuvent dire : Aujourd'huiNous avons travaillé ! - C'est le soir qui soulageLes esprits que dévore une douleur sauvage,Le savant obstiné dont le front s'alourdit,Et l'ouvrier courbé qui regagne son lit.
Cependant des démons malsains dans l'atmosphèreS'éveillent lourdement, comme des gens d'affaire,Et cognent en volant les volets et l'auvent.A travers les lueurs que tourmente le ventLa Prostitution s'allume dans les rues ;Comme une fourmilière elle ouvre ses issues ;Partout elle se fraye un occulte chemin,Ainsi que l'ennemi qui tente un coup de main ;
Elle remue au sein de la cité de fangeComme un ver qui dérobe à l'homme ce qu'il mange.On entend çà et là les cuisines siffler,Les théâtres glapir, les orchestres ronfler ;Les tables d'hôte, dont le jeu fait les délices,S'emplissent de catins et d'escrocs, leurs complices,Et les voleurs, qui n'ont ni trêve ni merci,Vont bientôt commencer leur travail, eux aussi,Et forcer doucement les portes et les caissesPour vivre quelques jours et vêtir leurs maîtresses.
Recueille-toi, mon âme, en ce grave moment,Et ferme ton oreille à ce rugissement.C'est l'heure où les douleurs des malades s'aigrissent !La sombre Nuit les prend à la gorge ; ils finisssentLeur destinée et vont vers le gouffre commun ;L'hôpital se remplit de leurs soupirs. - Plus d'unNe viendra plus chercher la soupe parfumée,Au coin du feu, le soir, auprès d'une âme aimée.
Encore la plupart n'ont-ils jamais connuLa douceur du foyer et n'ont jamais vécu !
Το λυκοφωσ του δειλινου
Να το γοητευτικό βραδινό, φίλος του εγκληματία˙Έρχεται σα συνένοχος, αθόρυβα˙ ο ουρανόςΚλείνεται σιγαλά σα μεγάλη ερωτική φωλιάΟ ανυπόμονος άνθρωπος μεταμορφώνεται σε άγριο κτήνος.
Ω δειλινό, αγαπητό δειλινό, ποθητό από κείνονΠου τα χέρια του δίχως να εξαπατήσουν, να ειπούν μπορούν:Σήμερα δουλέψαμε! Είναι το βράδυ που αναπαύειΤα πνεύματα που ο άγριος πόνος κατατρώει,Τον επίμονο σοφό που το μέτωπό του βαραίνειΤο σκυφτό εργάτη που στρο κρεβάτι του ξαναπηγαίνει.
Την ίδια στιγμή οι δαίμονες βλαβεροί στον αιθέραΣαν πολυάσχολοι άνθρωποι ξυπνούν βαριεστημένα,Προσκρούουν πετώντας στα παραθυρόφυλλα και στα στέγαστρα,Μες απ’ τα φώτα που στροβιλίζει ο άνεμοςΗ πορνεία στους δρόμους ανάβει˙Σα μυρμηγκοφωλιά ανοίγει τις εξόδους της˙Παντού ανοίγει δρόμο κρυφό,Σαν τον εχθρό που έφοδο κάνει˙
Κινείται μες στην καρδιά της αμαρτωλής πόληςΣαν το σκουλήκι που κλέβει την τροφή του ανθρώπου.Ακούς εδώ κι εκεί τις κουζίνες να σφυρίζουν,Τα θέατρα ν’ αλυχτούν, τις ορχήστρες να ροχαλίζουν˙Τα κοινά τραπέζια που το χαρτοπαίγνιο τούς προσφέρει ηδονές,Γεμίζουν πόρνες κρυφές, με συνενόχους αισχροκερδείς,Κι οι κλέφτες που δίχως αναπαύλα και έλεοςΣε λίγο κι αυτοί τη δουλιά τους θ’ αρχίσουνΚι αθόρυβα θα παραβιάσουν πόρτες και ταμείαΓια να ζήσουν λίγες μέρες και τις ερωμένες τους να ντύσουν.
Συγκεντρώσου, ψυχή μου, σ’ αυτή τη σημαντική στιγμή,Και κλείσε τ’ αυτί σου σ’ αυτό το βρυχηθμό.Είναι η ώρα που οι πόνοι των αρρώστων οξύνονται!Η σκοτεινή Νύχτα απ’ το λαιμό τους αρπάζει˙ τελειώνουνΤον προορισμό τους, οδεύουν προς την κοινή άβυσσο˙Το νοσοκομείο γεμίζει απ’ τους στεναγμούς τους. Πιο πολλοί από έναςΔεν θα ‘ρθει να ζητήσει τη μυρωδάτη σούπα,Στο παραγώνι του τζακιού, το βράδυ, πλάι σ’ αγαπημένη ψυχή˙
Αν και, οι πιο πολλοί δεν γνώρισαν ποτέΓλύκα σπιτική και δεν έζησαν ποτέ!
O crepúsculo da tarde
É doce o anoitecer, que é amigo do réu;Como um cúmplice vem, tão veludoso; o céuFecha-se lentamente - ele é uma alcova enormeE muda o homem inquieto em fera que não dorme.
Desejam-te por certo, ó suave anoitecer,Estes que sem mentir hão de poder dizer:Nós trabalhamos hoje! É a tarde que aliviaAs almas que devora uma atroz agonia,O sábio mais tenaz, pesada a fronte em chama,O cansado artesão que volta à sua cama.E demônios malsãos, nestes pardos instantes,Acordam gravemente , como os negociantes,E movem ao voar o postigo ou a porta.Através dos clarões que a ventania entorta,O deboche na rua acende lume infame,E como um formigueiro encontra o seu forame.Vai forçando por tudo uma escondida estrada,Tal como um inimigo a tentar a emboscada;Move-se pelo bairro, o que o lodo consome,E como um verme rouba ao homem o que come.Ouve-se em cada canto a cozinha assobiar,O teatro estremecer, a orquestra ressonar;Nas mesas dos cafés, sonoras de remoques,Vão conversando as cortesãs com os escroques,Os ladrões que mercê nem trégua alguma têmVão logo principiar seu trabalho também,Docemente forças caixas fortes de bancos,Para vestir a amante e dormir pelos bancos.
Fecha-te, coração, neste grave momento.E os meus ouvidos cerra a este horrível lamentoQue vem dos hospitais quando as dores culminam!Os enfermos a noite estrangula; terminamO seu destino e vão para o abismo comum;Vão enchendo o hospital de suspiros. Mais de umNão virá mais buscar a sopa perfumada,Junto ao fogão, à tarde, ao pé de uma alma amada.
Deles, a maior parte jamais conheceu,A doçura do lar, como jamais viveu.
薄暮冥冥
迷人的黄昏啊,这罪孽的友朋;它像一个同谋,来得脚步轻轻;天空像间大卧房慢慢地夫上,烦躁不安的人变得野兽一样。
那些人期待你,夜啊,可爱的夜,因为他们的胳膊能诚实他说:“我们又劳动了一天!”黄昏能让那些被剧痛吞噬的精神舒畅;那些学者钻研竟日低头沉思,那些工人累弯了腰重拥枕席。但那些阴险的魔鬼也在四周醒来,仿佛商人一样昏脑昏头,飞跑去敲叩人家的屋檐、门窗。透过被风吹打着的微弱灯光,卖淫在大街小巷中活跃起来,像一队蚂蚁那样把通道打开;它到处都开出一条秘密之路,犹如仇敌正把突然袭击谋图:它在污泥浊水的城市里蠕动,像一条盗窃人的食物的蛆虫。这里那里,厨房在嘶嘶地叫喊,剧场在喧闹,乐队在呼呼打鼾;赌博做成了餐桌上的美味珍馐,围满娼妓和骗子,她们的同谋,那些小偷,不肯罢手,不讲仁慈,很快也要让他们的勾当开始,他们就要轻轻橇开钱柜门户,好吃喝几天,打扮他们的情妇。
在这庄严的时刻,我的灵魂啊,沉思吧,捂住耳朵,别听这喧哗。这正是病人痛苦难当的时候,沉沉黑夜掐住了他们的咽喉;他们了结命运,走向共同深渊,他们的叹息呻吟充塞了医院,不止一人不再找那美味的汤,在黄昏,在炉畔,在亲人的身旁。
他们大部分人还不曾体味过家庭的甜蜜,也从未有过生活!