Spleen (4) Quand le ciel bas et lourd pèse comme un couvercle...
Quand le ciel bas et lourd pèse comme un couvercleSur l'esprit gémissant en proie aux longs ennuis,Et que de l'horizon embrassant tout le cercleIl nous verse un jour noir plus triste que les nuits ;
Quand la terre est changée en un cachot humide,Où l'Espérance, comme une chauve-souris,S'en va battant les murs de son aile timideEt se cognant la tête à des plafonds pourris ;
Quand la pluie étalant ses immenses traînéesD'une vaste prison imite les barreaux,Et qu'un peuple muet d'infâmes araignéesVient tendre ses filets au fond de nos cerveaux,
Des cloches tout à coup sautent avec furieEt lancent vers le ciel un affreux hurlement,Ainsi que des esprits errants et sans patrieQui se mettent à geindre opiniâtrement.
- Et de longs corbillards, sans tambours ni musique,Défilent lentement dans mon âme ; l'Espoir,Vaincu, pleure, et l'Angoisse atroce, despotique,Sur mon crâne incliné plante son drapeau noir.
(4) ...كآبة
عندما تنطبق السماء المكفهرّة الثقيلة كالغطاءعلى النفس الحزينة, فريسة السأم الطويلوتل كلّ دائرة الأفق بذراعيهاوتصب عليها نهاراً قاتماً أشد حزناً من الليالي
وعندما تتحول الأرض إلى سجن عَفِنويغدو الأمل وطواطاً يضرب الجدران بجناحيهورأسه بالسقوف المتداعية
وعندما يرسل المطر خيوطه الهائلةمقلداً بها قضبان سجن واسعوينسج شعب أخرس من العناكب الدنيئةشباكه في تلافيف أدمغتنا
تفاجئنا دقات أجراس غاضبةوتطلق نحو السماء عويلاً مخيفاًعويل النفوس الهائمة بلا وطنعندما تلجّ بالنواح والشكوىوعندها تتتابع في نفسي أرتال متباطئة
من العربات الجنائزيةلا يتقدمها طبل ولا موسيقافالأمل يبكي مقهوراًوالقلق الفظيع المتجبّرينحني فوق رأسي ليغرس فيهعَلمه الأسود
Spleen (4) Όταν, βαρύς και χαμηλός ...
Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνειτο πνεύμα που απ'την πλήξη του την τόση αγκομαχάεικαι γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνεικαι φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ'της νυχτός, σκορπάει΄
όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάεικι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένηκι απά' σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει΄
όταν τ'ατέλειωτο η βροχή κλωτόνερό της χύνει,που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνειβαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό του δίχτυ,
άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνεκαθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες,χαμένες,κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.
Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδείαπερνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένηκαι στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνίαδεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.
Spleen (4) - Quando o cinzento céu...
Quando o cinzento céu, como pesada tampa,Carrega sobre nós, e nossa alma atormenta,E a sua fria cor sobre a terra se estampa,O dia transformado em noite pardacenta;
Quando se muda a terra em húmida enxoviaD'onde a Esperança, qual morcego espavorido,Foge, roçando ao muro a sua asa sombria,Com a cabeça a dar no tecto apodrecido;
Quando a chuva, caindo a cântaros, pareceD'uma prisão enorme os sinistros varões,E em nossa mente em frebre a aranha fia e tece,Com paciente labor, fantásticas visões,
- Ouve-se o bimbalhar dos sinos retumbantes,Lançando para os céus um brado furibundo,Como os doridos ais de espíritos errantesQue a chorrar e a carpir se arrastam pelo mundo;
Soturnos funerais deslizam tristementeEm minh'alma sombria. A sucumbida Esp'rança,Lamenta-se, chorando; e a Angústia, cruelmente,Seu negro pavilhão sobre os meus ombros lança!