Το Τραγούδι του εαυτού μου
Μέρος 1: Από ένα σκονισμένο ράφι
Μέρος 2: Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά
Το αηδόνι είναι ακόμα κλειδωμένο στο κλουβίΗ βαθειά ανάσα που πήρα ακόμα δηλητηριάζει τα πνευμόνια μουΜια παλιά βελανιδιά με προφυλάσσει από τη μελαγχολίαΚάνοντας ηλιοθεραπεία πάνω στα νεκρά παγωμένα φύλλα της
Ένας ελαφρύς ύπνος στη στοιχειωμένη πόλη της καρδιάς μουΟνειρεύεται την εποχή των μύθων και τα φαντάσματα του ποταμούΓοργόνες (*ποιήματα) του Whitman και τη διαδρομήΈξαλλους αρλεκίνους, γιγάντια παιχνίδια
Ένα τραγούδι από εμένα, ένα τραγούδι που χρειάζεται μια θαρραλέα συμφωνίαΈνας στίχος από εμένα, ένας στίχος που χρειάζεται το τραγούδι μιας αγνής καρδιάς για να με γαληνέψει
Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουνΌλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου
Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά ενώ υποφέρει σιωπηλάΧαμογελώντας σαν παλιάτσος μέχρι να λήξει η παράστασηΤο τραγούδι που έμεινε για κλείσιμοΕίναι το παλιό καλό τραγούδι του νεκρού αγοριούΠου τραγουδήθηκε σιωπηλάΌλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουνΌλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου
Μια μεταμεσονύκτια πτήση μέσα στα δάση του CovingtonΜια πριγκήπισσα και ένας πάνθηρας στο πλευρό μουΑυτά είναι τα εδάφη για τα οποία ζωΑκόμα θα έδινα ότι έχω για να σε αγαπήσω περισσότερο
Ένα τραγούδι από εμένα, ένα τραγούδι που χρειάζεται μια θαρραλέα συμφωνίαΈνας στίχος από εμένα, ένας στίχος που χρειάζεται το τραγούδι μιας αγνής καρδιάς για να με γαληνέψει
Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουνΌλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου
Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά ενώ υποφέρει σιωπηλάΧαμογελώντας σαν παλιάτσος μέχρι να λήξει η παράστασηΤο τραγούδι που έμεινε για κλείσιμοΕίναι το παλιό καλό τραγούδι του νεκρού αγοριούΠου τραγουδήθηκε σιωπηλάΌλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουνΌλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου
Μέρος 3: Μαύρο σαν το πιάνο
Μια σιωπηλή συμφωνίαΈνα απατηλό έργο #1,2,3
Κάποιες στιγμές ο ουρανός είναι μαύρος σαν το πιάνοΜαύρος σαν το πιάνο πάνω από καθάρια νερά
Χαλαρωτικοί αυλοί, στίχος χωρίς ενδιαφέρονΣκουριασμένα κλειδιά χωρίς πόρτα
Κάποιες στιγμές η ψυχή είναι μαύρη σαν το πιάνοΜαύρη σαν το πιάνο πάνω από καθάρια νερά
Όλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά και αργοπεθαίνουνΌλα αυτά που υπάρχουν ακόμα σε μια υπέροχη καρδιά πάνω σε ένα φτερό αγγέλου
Μέρος 4: Αγάπη
Βλέπω έναν αργό, απλό νέο στην άκρη ενός πολυάσχολου δρόμουΜε ένα δοχείο στο τρεμάμενο χέρι του και παρακαλάΠροσπαθεί να χαμογελάσει αλλά πονάει πολύ.Κανείς δεν τον προσέχει.Εγώ τον βλέπω αλλά προσπερνώ
Ένας ηλικιωμένος γδύνεται και φιλά μια κούκλα στη σοφίτα τουΕίναι λυκόφως και κλαίει.Όταν τελικά φτάνει τα μάτια του πλημμυρίζουν
Βλέπω ένα πληγωμένο σκυλί σε ένα άγριο δρομάκιΠροσπαθεί να με δαγκώσει.Όλη η περηφάνεια έχει φύγει από τα άγρια αχόρταγα μάτια τουΜακάρι να μη χρειαζόμουν το πόδι μου
Μια μητέρα επισκέπτεται το γιο της, του χαμογελά μέσα από τα κάγκελαΠοτέ δεν τον αγάπησε περισσότερο.
Ένα παχύσαρκο κορίτσι μπαίνει σε ένα ασανσέρ μαζί μου.Ολόκληρη ντυμένη υπέροχα, μια πράσινη πεταλούδα στο λαιμό τηςΈνα φοβερά γλυκό άρωμα με συνεπαίρνειΠηγαίνει για δείπνο, μόνη.Αυτό την κάνει ακόμα πιο όμορφη.
Βλέπω το πρόσωπο ενός μοντέλου πάνω σε έναν τοίχο από τούβλαΈνα άγαλμα πορσελάνινης τελειότητας πίσω από έναν βίαιο φόνο της πόληςΜια πόλη που λατρεύει τη σάρκα
Το πρώτο πράγμα που άκουσα ποτέ μου ήταν ένας περιπλανώμενος άντρας να λέει την ιστορία τουΉσουν εσύ, το γρασίδι κάτω από τα γυμνά μου πόδιαΗ φωτιά στη νεκρική σιγή της νύχταςΤο παραδεισένιο μαύρο του ουρανού και της θάλασσας
Ήμασταν εμείς, που περιπλανιώμασταν σε βροχερούς δρόμους, χτενίζαμε τις ένοχες παραλίεςΞυπνούσαμε σε μια νέα έκθεση θαυμάτων κάθε πρωίΛουζόμασταν σε μέρη που κανείς δεν έχει δειΝαυαγισμένοι σε κάποιο βαμμένο νησίΝτυθήκαμε μόνο με τους αφρούς των κυμάτων, τον πιο ωραίο χιτώνα της ομορφιάς
Είμαστε πάνω απο όλη τη θνητότητα, ταλαντευόμενοι στην ανάσα της φύσηςΣτον πρωινό αέρα της αυγής της ζωήςΜια θέα για να ηρεμήσει τα ουράνια
Θέλω να ταξιδέψω εκεί που ταξιδεύει η ζωή,Ακολουθώντας το μόνιμο μονοπάτι τηςΕκεί όπου ο αέρας έχει τη γεύση χιονισμένης μουσικής, όπου το γρασίδι μυρίζει νεογέννητη ΕδέμΔεν θα περνούσα ούτε άνθρωπο, ούτε άγνωστο, ούτε τραγωδία ή έκστασηΘα λουζόμουν σ'έναν κόσμο αίσθησης, αγάπης, καλοσύνης και απλότηταςΕνώ κακοποιούμαι και περιορίζομαι από την τεχνολογία
Η σκέψη των τάφων της οικογένειας μου ήταν η μόνη στιγμήπου κάποτε βίωνα την αληθινή αγάπηΑυτη η αγάπη μένει απέραντη,Αφού ποτέ δεν θα είμαι ο άντρας που είναι ο πατέρας μου
Πώς μπορείς ''να είσαι απλά ο εαυτός σου''Όταν δεν ξέρεις ποιός είσαι?Σταμάτα να λες ''ξέρω πως αισθάνεσαι''Πώς μπορεί κανείς να ξέρει πώς αισθάνεται ο άλλος?
Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω έναν ιερέα, έναν ζητιάνο, μία πόρνη, έναν πολιτικό, εναν παραβάτη?Εγώ, εσύ είμαστε ήδη σαν αυτους
Αγαπητό παιδί, σταμάτα να δουλεύεις, πήγαινε να παίξειςΞέχνα κάθε κανόναΔεν υπάρχει φόβος μέσα στο όνειρο
Υπάρχει χωριό μέσα σε αυτή τη χιονονιφάδα;Ένα παιδί με ρώτησεΤι χρώμα είναι το νανούρισμα μας;
Ποτέ δεν ήμουν τόσο κοντά στην αλήθεια, όσο όταν άγγιξα το ασημένιο περίγραμμά της
Ο θάνατος είναι ο νικητής κάθε πολέμουΔεν υπάρχει τίποτα ευγενές στο να πεθάνεις για τη θρησκειά σου, για τη χώρα σου, για ιδεολογία, για πίστηΓια έναν άλλο άνθρωπο, ναι!
Το χαρτί είναι νεκρό χωρίς λέξειςΤο μελάνι άχρηστο χωρίς ένα ποίημαΌλος ο κόσμος νεκρός χωρίς ιστορίες, χωρίς αγάπη και απέραντη ομορφιά
Ο απρόσεκτος ρεαλισμός κοστίζει ψυχές
Είδες ποτέ το Θεό να χαμογελάει?Όλη η φροντίδα για τον κόσμο έκανε όμορφο έναν δυστυχισμένο άνθρωπο?Γιατί ακόμα κουβαλάμε μια συσκευή μαρτυρίου γύρω από τους λαιμούς μας?Ω! πόσο σάπια είναι η προ-αποκάλυψη σαςΌλοι εσείς οι ανόητοι που αμαυρώνετε τη Βίβλο ζώντας πάνω από το εφιαλτικό έδαφος
Βλέπω όλα αυτά τα άδεια λίκνα και αναρωτιέμαι αν θα αλλάξει ποτέ ο άνθρωπος
Κι εγώ ακόμη εύχομαι να είμουν ένα τίμιο μεγάλο αγόρι, αλλά είμαι μόνο καπνός και καθρέπτεςΚι όμως έχω δώσει όλα αυτά που ίσως αξίζω
Κι εκεί για πάντα μένει αυτή η αλλαγή από τη Σολ στη Μι μινόρε
Lied van Mijzelf
1. Van een Stoffige Boekenplank
2. Al dat grote hart, stil liggend
De nachtegaal is nog steeds opgesloten in de kooiDe diepe adem die ik nam vergiftigt nog steeds mijn longenEen oude eik beschuilt mij van het blauweZon badend op zijn dode bevroren bladeren
Een dutje in de spookstad van mijn hartZe droomt van de verhalentijd en de rivier spokenVan zeemeerminnen, van Whitman's en de ritRaaskallende haarlekijnen, gigantisch speelgoed
Een lied van mij, een lied in noodVan een moedige symphonieEen vers van mij, een vers in noodVan een zuiver hart dat me naar vrede zingt
Al dat grote hart, stil liggend en langzaam stervendAl dat grote hart, stil liggend op een engelvleugel
Al dat grote hart, stil liggendIn stille lijdenLachend als een clown totdat de show ten einde is gekomenWat er over is voor herhalingIs hetzelfde oude dode lied van het jongetjeGezongen in stilteAl dat grote hart, stil liggend en langzaam stervendAl dat grote hart, stil liggend op een engelvleugel
Een middernacht vlucht naar Covington WoodsEen prinses en een panter aan mijn zijdeDit zijn de grondgebieden waar ik voor leefIk zou nog steeds alles geven om meer van je te houden
Een lied van mij, een lied in noodVan een moedige symphonieEen vers van mij, een vers in noodVan een zuiver hart dat me naar vrede zingt
Al dat grote hart, stil liggend en langzaam stervendAl dat grote hart, stil liggend op een engelvleugel
Nuwel, al dat grote hart, stil liggendIn stille lijdenLachend als een clown totdat de show ten einde is gekomenWat er over is voor herhalingIs hetzelfde oude dode lied van het jongetjeGezongen in stilteAl dat grote hart, stil liggend en langzaam stervendAl dat grote hart, stil liggend op een engelvleugel
3. Piano Zwart
Een stille symphonieEen holle boekwerk, een, twee, drie
Soms is de lucht piano zwartPiano zwart over zuiverende wateren
Rustende leidingen, vers van het borenRoestende sleutels zonder een deur
Soms is het binnenste piano zwartPiano zwart over zuiverende wateren
Al dat grote hart, stil liggend en langzaam stervendAl dat grote hart, stil liggend op een engelvleugel
4. Liefde
Ik zie een langzame, simpele jongeling bij een drukke straatMet een bedelende schaal in zijn schuddende handProberend te lachen maar oneindigend gekwetst. Niemand heeft het door.Ik wel, maar ik loop door.
Een oude man kleedt zich uit en kust een model-pop op zijn zolderHet is schemerdonker en hij is in tranenWanneer hij eindelijk komt, zijn zijn ogen watervallen
Ik zie een geslagen hond in een prikkelende steeg. Hij probeert me te bijten.Alle trots heeft zijn wilde, kwijlende ogen verlatenIk wou dat ik mijn been te sparen had.
Een moeder bezoekt haar zoon, lacht naar hem door de traliesZe heeft nooit meer van hem gehouden
Een meisje met overgewicht stapt in een lift met meHelemaal mooi aangekleed, een groene vlinder op haar nekVerschrikkelijk zoete parfum maakt me doofZe gaat alleen uit etenDat maakt haar zelfs nog mooier
Ik zie een modellen gezicht op een stenen muurEen standbeeld van porseleine perfectie naast een gewelddadige stad die doodtEen stad die vlees aanbid
Het eerste wat ik ooit hoorde was een dwalende man die zijn verhaal verteldeJij was het, de gras onder mijn blote voetenHet kampvuur in het holst van de nachtHet hemelse zwart van lucht en zee
Wij waren hetZwervend op de regenachtige wegen, de vergulde stranden afkammendElke ochtend wakker worden met een nieuwe gallerij van wonderenBadend in plekken die niemand ooit heeft gezienSchipbreukelingen op een of ander mat geschilderd eilandGekleed in niets behalve de branding, het mooiste gewaad van schoonheid
Wij zijn voorbij alle sterfelijkheid, slingerend in de adem van natuurIn de vroege lucht van het dageraad van het levenEen zicht om de hemel te laten zwijgen
Ik wil reizen waar het leven naar toe reistZijn blijvende leiding volgendWaar de lucht smaakt naar besneeuwde muziekWaar het gras ruikt naar pasgeboren EdenIk zou geen man, geen vreemdeling, geen tragedie, geen vervoering voorbij gaanIk zou baden in een wereld van gevoelensLiefde, goedheid en eenvoud(Tegelijkertijd geschonden en gevangen gezet door technologie)
De gedachten van de graven van mijn familie was het enige momentDat ik echte liefde meemaakteDie liefde blijft oneindigAangezien ik nooit de man zal zijn die mijn vader is
Hoe kan je "gewoon jezelf zijn"Wanneer je niet weet wie je bent?Stop te zeggen "ik weet hoe je je voelt"Hoe zou iemand kunnen weten hoe een ander zich voelt?
Wie ben ik om een priester, bedelaar,hoer, politicus, zondaar te beoordelen?Ik ben, jij bent, ze allemaal al
Lief kind, stop met werken, ga spelenVergeet elke regelEr is geen angst in een droom
Is er een dorpje binnen in dit sneeuwvlokje?Vroeg een kind meWat is de kleur van ons slaapliedje?
Ik ben nooit zo dichtbij de waarheid geweest als toenIk raakte het zilveren randje aan
Dood is de winnaar in elke oorlogEr is niets nobels aan sterven voor je religieVoor je landVoor iedeologie, voor geloofVoor iemand anders, ja
Papier is dood zonder woordenInkt is inactief zonder een gedichtDe hele wereld dood zonder verhalenZonder liefde en ontwapende schoonheid
Achteloos realisme kost zielen
Ooit de Heer zien lachen?Al het zorgen voor de wereld maakte een verdrietige man mooi?Waarom dragen we nog steeds een apparaat van marteling om onze nek?Oh, hoe verrot je pre-apocalyps isAl jullie bijbel-zwarte dwazen levend op nachtmerrie grond
Ik zie al die lege wiegen en vraag me afOf men ooit zal veranderen
Ik, ook, wens om een fatsoenlijke jongen te zijn, maar al wat ik benIs een rookgordijnAlsnog alles gegeven, mag ik het verdiend hebben
En daar, voor altijd, blijft de verandering van G naar Em