Ta sinora (Τα σύνορα)
Τώρα κατάματακοιτάζω τη βαθιά, θλιμμένη θάλασσανυχτώνει γύρω εδώ κι εκεί χαράματαστον άγνωστο τον κόσμο που ξυπνάςΠώς να κοιμήθηκεςκι αν έχει παγωνιά, γερά θα ντύθηκεςαχ, να ‘μουνα η μέρα που γεννήθηκεςνα σου ‘δινα την πρώτη σου αγκαλιά
Την πιο μεγάλη θάλασσατα πιο μεγάλα κύματαβουνά, γκρεμούς και φράγματατα έβαλα ανάμεσα σε σένασε σένα και σε μέναΤα έχτισατα ύψωσα τα σύνοραπώς στέκουν τώρα έτσι τσακισμέναπώς στέκουν τσακισμέναμες στο μυαλό πώς πέφτουνε τα σύνορακαι όλα πάλι δείχνουνε εσένα
Λοιπόν κατάσαρκατη φόρεσα εγώ την γκρίζα θάλασσαμε μια βουτιά ό,τι ήμουνα αντάλλαξατη σιγουριά με το άγριο του καιρούΠώς θες τα σώματανα ζουν σαν να μην έχουνε ονόματανα πάψουν να κρατάνε αποτυπώματανα πάψουν να θυμούνται τι αγαπούν