San Michele
Δε μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό,τα δάκρυά μου δε σας λένε κάτι.Λοιπόν, διηγηθείτε μου τι έγινε εδώνα βρω ξανά του νήματος την άκρη.
Πείτε μου εκείνες τις ιστορίες σας,που κάνουν τα καλάμια να λυγίζουν,στα όρια των χωραφιών κι εν μέσω άπνοιαςτα μέτωπα των αγροτών δροσίζουν.Πείτε μου εκείνες τις ιστορίες σας.
Φωτογραφίες δείξτε μου αυτών που Κυριακήγεννήθηκαν κι εκείνων που έχουν πέσει,από τη βάρκα λίγο πριν φτάσει στην ακτή,γιατί η ζωή τους πια δεν τους αρέσει.
Τα τραγούδια πείτε μου που λέτε την αυγή,σαν σβήνουνε τα φώτα στην πλατεία.Καθώς και τ’ απογεύματα μετά την προσευχήκαι πριν να ξεκινήσει η αλητεία.Τα τραγούδια πείτε μου που λέτε την αυγή.
Αν συνεχίζουν πείτε μου κοιτώντας τη φωτιά,οι άνθρωποι να κάθονται στις φτέρνες,και αν οι ομορφότερες γυναίκες στα κρυφά,κάτω από τη γλώσσα εκτρέφουν σμέρνες.
Πείτε μου, ακόμα, αν έρχεται στην άκρη του χωριούο λύκος του θανάτου τους χειμώνες,που σαν κουνούσε την ουρά το γάλα έπηζεστα τρομαγμένα στήθη απ’ τις λεχώνες.Πείτε μου ακόμα αν έρχεται στην άκρη του χωριού.
Πείτε μου, μη βρέθηκε η σκάφη που, παλιά,λουζόμουνα με ήλιο και με χιόνιή τα μαλλιά που φύλαξε απ’ την πρώτη μου κούραη μάνα που ακόμα ρούχα απλώνει.
Το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό,συντρόφια, μήπως βρέθηκε και κείνο,να φτύσω μέσα με οργή που οι νέες εποχέςμε κάνουνε να μοιάζω με κρετίνο.