Mókha (Μόχα)
Κατηφορίζαμε τις θάλασσες παρέακαι τα νησιά μας χαιρετούσαν μεθυσμέναΜας τραγουδούσανε πουλιά παραδεισένιαήταν ωραία η ζωή, ήταν ωραία...
Μα ξεχαστήκαμε και βγήκαμε απ' το χάρτηκαι άρχισε η νύχτα πάλι νύχτα να ζητάειΚάποιον να πάρει αγκαλιά, να του μιλάειτον πιο μικρό, τον πιο αθώο ναύτη...
Μόχα ο τρελός, Μόχα ο σοφός, Μόχα ο πνιγμένοςΜόχα, αυτός που όσο και αν πιεί πια δε μεθάειΜες το λιμάνι τριγυρνάει μαγεμένοςΜόχα, αυτός που όλο τα κύματα κοιτάει...
Μόχα ο τρελός, ο σοφός, ο τελειωμένοςΜόχα, αυτός που τον ξεχώρισε η ΜοίραΤρέχει απ' τα μάτια του η σκουριά και η αλμύραΜόχα, αυτός που τραγουδάει ευτυχισμένος...
Ξέρω τα κύματα μια μέρα αυτά τα βράχιαθα τα διαλύσουν, θα τα κάνουν όλα σκόνηΘα 'ρχεται 'κείνο το κορίτσι να ξαπλώνειπάνω στην άμμο και θα τραγουδάει τάχα...
Ότι θα έρθω από μακριά και 'γώ σε λίγο,ότι θα μείνουμε εκεί μαζί για πάνταΑντίο θάλασσες και κύματα σαράντα,θα λέω ψέματα πως δε θα ξαναφύγω...
Έρχεται ο Μόχα ο τρελός πάλι χαμένος,κοιτάει τις άγκυρες και όλο φωνάζει "βίρα!"Μες το λιμάνι τριγυρνάει μαγεμένοςΜόχα, η σκουριά η σκουριά και η αλμύρα...