O Glaros (Ο Γλάρος)
Μια Κυριακή απόγευμα, Αγίου Κωνσταντίνουσαν όνειρο την είδες μικρό περαστικόκαι φύσηξε ένας άνεμος από παλιές σημύδεςκαθώς σε προσπερνούσε στο μαύρο της παλτό
Κι ήταν τα μάτια της υγράσαν το νερό στη λίμνηκαι μέσα τους επέπλεαν λευκά πουλιά νεκράαυτά που ήταν να γίνει
Περίμενες στην αίθουσα να έρθει κι η σειρά σουγελώντας τη σχολίαζε κάποιος ηθοποιόςαφού δεν το `χουν μέσα τους τι θέλουν ορισμένοικαι εσύ μόνος σκεφτόσουν, σκυφτός και σιωπηλός
Κι ήταν τα μάτια της υγράσαν το νερό στη λίμνηκαι μέσα τους επέπλεαν λευκά πουλιά νεκράαυτά που ήταν να γίνει
Μια καστανή διαλέξανε ποιητική αδείακαι πάνω στην υπόκλιση μακριά απ’ τη σκηνήο άνεμος σου έφερε την ίδια μελωδίαπου `παιζε ένας πλανόδιος όταν την είχες δει...
γιατί μπορεί το θέατρο να γίνει και ζωήμπορεί να είναι και ζωή...