Peribanou | Περιμπανού
Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά, Περιμπανούκι ήτανε δεκαπέντε χρονώνΈγραφε τ’ όνομά της στον καθρέφτη τ’ ουρανούμ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό
Μα της ζωής το κύμα το παράφοροσάρωσε βάρκες και κουπιάΚαι στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφοροποιος τη θυμάται τώρα πια
Περιμπανού την έλεγα κι εγώ, Περιμπανούκι ας μη με είχε ακούσει κανείςΈμοιαζε με κοχύλι στο βυθό του αυγερινούπροτού καρδιά μου πέτρα γενείς
Μα της ζωής το κύμα το κύμα το παράφοροσάρωσε βάρκες και κουπιάΚαι στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφοροποιος τη θυμάται τώρα πια