xrysopsara
Σαν τα καράβια φαίνονται τη νύχτα τα νησιάσταματημένα μεσ’ στην μέση του πελάγουΈχει η ανάσα τους μια γεύση, μια γεύση απ’ τα παλιάπου αναστήθηκαν με κόλπα κάποιου μάγουΕσύ δεν ήσουνα που μίλαγες για ιπτάμενες στιγμές;Εσύ δεν ήσουνα που έκλαιγες γι’ αγάπη;Εσύ δεν έλεγες «οι άνθρωποι δε θέλουν διαταγέςαπό ανθρώπους μηχανές στο ρόλο του προστάτη»;
Μ’ ένα τσιγάρο σαν μεγάλη κιμωλίαμοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοίαΜ’ ένα τσιγάρο σαν μεγάλη κιμωλίαμοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοία
Εσύ δε μ’ έμαθες ν’ αφήνω να μακραίνουν τα μαλλιά;Στα παλιατζίδικα τα ρούχα σου ζητούσεςΓιατί η αξία που μέσα μας φωλιάζει πιο βαθιάείναι η ελεύθερη ζωή που ήθελες να ζούσες
Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μουΜέσα στη γυάλα τελειώνει το νερόΥπάρχουν χρυσόψαρα εδώ; απάντησε μουΉ παραμένει πάντα μαύρος ο βυθός;..
Μ’ ένα τσιγάρο σαν μεγάλη κιμωλίαμοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοίαΜ’ ένα τσιγάρο σαν μεγάλη κιμωλίαμοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοία;