Greek & Cypriot National Anthem - Ýmnos is tin Eleftherían (long version)
1. Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψητοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψηποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
2. Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένητῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ!
3. Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσεςπικραμένη, ἐντροπαλή,κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,«ἔλα πάλι» νὰ σοῦ πεῖ.
4. Ἄργειε νὰ 'λθει ἐκείνη ἡ μέρα,κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,γιατί τὰ 'σκιαζε ἡ φοβέρακαὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5. Δυστυχής! Παρηγορίαμόνη σου ἔμενε νὰ λὲςπερασμένα μεγαλεῖακαὶ διηγώντας τὰ νὰ κλαῖς.
6. Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρειφιλελεύθερη λαλιά,ἕνα ἐκτύπαε τ' ἄλλο χέριἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.
7. Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνωτὸ κεφάλι ἀπὸ τσ' ἐρμιές;».Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνωκλάψες, ἅλυσες, φωνές.
8. Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμαμὲς στὰ κλάιματα θολό,καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἒσταζ' αἷμα,πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
9. Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμέναξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰνὰ γυρεύεις εἰς τὰ ξέναἄλλα χέρια δυνατά.
10. Μοναχὴ τὸ δρόομο ἐπῆρες,ἐξανάλθες μοναχή.δὲν εἲν' εὔκολες οἱ θύρες,ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλεῖ.
11. Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,ἀλλ' ἀνάσαση καμιά.ἄλλος σου ἔταξε βοήθειακαὶ σὲ γέλασε φριχτά.
12. Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σουὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,«σύρε νάβρεις τὰ παιδιά σου,σύρε», ἐλέγαν οἳ σκληροί.
13. Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρικαὶ ὁλογλήγορο πατεῖἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάριποῦ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.
14, Ταπεινότατή σου γέρνειἡ τρισάθλια κεφαλή,σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνεικι εἶναι βάρος του ἢ ζωή.
15. Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύεικάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύειἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή.
16. Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένητῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17. Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σουὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ'ς ἐχθροὺςεἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σουἒτρεφ' ἄνθια καὶ καρπούς,
18. ἐγαλήνευσε. καὶ ἐχύθηκαταχθόνια μία βοή,καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθηπολεμόκραχτη ἡ φωνὴ1
19. Ὅλοι οἱ τόποι σὸν σ' ἐκράξανχαιρετώντας σὲ θερμά,καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξανὅσα αἴσθανετο ἢ χαρδιά.
20. Ἐφωνάξανε ὡς τ' ἀστέριατοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,κι ἐσηκώσανε τὰ χέριαγιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
21. μ' ὄλον ποὺ 'ναι ἁλυσωμένοτὸ καθένα τεχνικά,καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένοἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».
22. Γκαρδιακὰ χαροποιήθηκαὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθηποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
23. Ἀπ' τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,σὰ νὰ λέει σὲ χαιρετῶ,καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζειτὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανο.
24. Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίαςτὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺςκατὰ τ' ἄκρα της Ρουσίαςτὰ μουγκρίσματα τσ'ὀργῆς.
25. Εἰς τὸ κίνημά του δείχνειπῶς τὰ μέλη εἲν' δυνατά.καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνειμία σπιθόβολη ματιά.
26. Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφηκαὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,ποῦ φτερά και νύχια θρέφειμὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ.
27. καὶ σ ἐσὲ καταγυρμένος,γιατί πάντα σὲ μισεῖ,ἒκρωζ' ἔκρωζε ὁ σκασμένος,νὰ σὲ βλάψει, ἂν ἠμπορεῖ.
28. Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαιπάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾶς.δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαιστὲς βρισὶες ὀποῦ ἀγρικᾶς,
29. σὰν τὸ βράχον ὀποῦ ἀφήνεικάθε ἀκάθαρτο νερὸεἰς τὰ πόδια του νὰ χύνειεὐκολόσβηστον ἀφρό.
30. ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάληκαὶ χαλάζι καὶ βροχὴνὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,τὴν αἰώνιαν κορυφή.
31.Δυστυχιά του, ὤ, δυστυχιά του,ὁποιανοὺ θέλει βρεθεῖστὸ μαχαίρι σου ἀποκάτουκαὶ σ' ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.
32. Τὸ θηρίο π' ἀνανογιέταιπῶς. τοῦ λείπουν τὰ μικρά,περιορίζεται, πετιέται,αἷμα ἀνθρώπινο διψᾶ.
33. τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,φρίκη, θάνατος, ἐρμιά.
34. Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ.ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκηπλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.
35. Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκειτῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς.τώρα τρόμου ἀστροπελέκινὰ τῆς ρίψεις πιθυμᾶς.
36. Μεγαλόψυχο τὸ μάτιδείχνει, πάντα ὅπως νικεῖ,κι ἃς εἲν ἅρματα γεμάτηκαὶ πολέμιαν χλαλοή.
37. Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουνγιὰ νὰ ἰδεῖς πὼς εἲν' πολλά.δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουνἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;2
38. Λίγα μάτια, λίγα στόματαθὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰγιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματαποῦ θὲ νὰ 'βρει ἡ συμφορά!
39. Κατεβαίνουνε καὶ ἀνάφτειτοῦ πολέμου ἀναλαμπή.τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
40. Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;Λίγα τὰ αἵματα γιατί;Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγεικαὶ στὸ κάστρο ν' ἀνεβεῖ.3
41. Μέτρα ! Εἲν' ἄπειροι οἱ φευγάτοι,ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν.τὰ λαβώματα στὴν πλάτηδέχοντ', ὥστε ν' ἀνεβοῦν.
42. Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτετὴν ἀφεύγατη φθορά.νά, σᾶς φθάνει. ἀποκριθεῖτεστῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!4
43.Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχηἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχηἀντιβούιζε φοβερά.
44. Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
45. Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνηποῦ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνηπάρεξ θάνατου πικρός.
46. Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόποςτοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
47. καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδιὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,ἐπαράστεναν τὸν Ἅδηποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά.
48. Τ' ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνοντ' ἴσκιοιἀναρίθμητοι, γυμνοί,κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
49. Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζειτὰ κρεβάτια τὰ στερνά.
50. Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοιἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,ὅσοι εἲν' ἄδικα σφαγμένοι,ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
51. Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς.σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρηἐσκεπάζοντο ἀπ' αὐτούς.
52. Θαμποφέγγει κανέν' ἄστρο,καὶ ἀναδεύοντο μαζί,ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρομὲ νεκρώσιμη σιωπή.
53. Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδαμισοφέγγαρο χλωμό,
54. ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ' ἄδειατὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
55. Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουνὅπου εἲν' αἵματα πηχτά,καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουνμὲ βρυχίσματα βραχνά.
56. καὶ χορεύοντας μανίζουνεἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουνμὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
57. Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνειβαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,κι ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
58. Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμουὁ χορὸς τρομακτικά,σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμουστοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
59. Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου.κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖεἶναι κτύπημα θανάτουχωρὶς νὰ δευτερωθεῖ.
60. Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει.λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴἀπ' τὸ μίσος ποὺ τὴν καίειπολεμάει νὰ πεταχθεῖ.
61. Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνεμὲς στὰ στήθια τοὺς ἀργά,καὶ τὰ χέρια ὀποῦ χουμᾶνεπερισσότερο εἲν' γοργά.
62. Οὐρανὸς γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι,οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ.γι' αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναιμαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
63. Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,ποῦ στοχάζεσαι μὴ πὼςἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ' ἄλληδὲν μείνει ἕνας ζωντανός.
64. Κοίτα χέρια ἀπελπισμέναπῶς θερίζουνε ζωές!Χάμου πέφτουνε κομμέναχέρια, πόδια, κεφαλές,
65. καὶ παλάσκες καὶ σπαθὶαμὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία,σωθικὰ λαχταριστά.
66. Προσοχὴ καμία δὲν κάνεικανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή.πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ, φθάνει,φθάνει. ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
67. Ποὶος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόποκαὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
68. Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».
69. Λιονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
70. Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρακαὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί.παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
71. Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλιεἰς τ' αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.Ὅλοι χάμου ἐκεῖτοντ' ὅλοιεἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
72. Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνηκαὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνειαἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
73. Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,δὲν φυσᾶς τώρα ἐσὺ πλιοστῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι.5φύσα, φύσα εἰς τὸ Σταυρό!
74. Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένητῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
75. Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι.δὲν λάμπ' ἥλιος μοναχὰεἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπειεἰς τ' ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.
76. Εἰὶς τὸν ἥσυχον αἰθέρατώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖτὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,τὰ βελάσματα τὸ ἄρνι.
77. Τρέχουν ἅρματα χιλιάδεςσὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδεςδὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
78. Ὢ τρακόσιοι, σηκωθεῖτεκαὶ ξανάλθετε σέ μας.τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδεῖτεπόσο μοιάζουνε μέ σας.
79. Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνταικαὶ μὲ πάτημα τυφλὸεἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνταικι ὅλοι χάνουνται ἀπ' ἐδῶ.
80. Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρουπείνα καὶ θανατικό,ποῦ μὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρουπερπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό.
81. καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάριαἀπεθαίνανε παντοῦτὰ θλιμμένα ἀπομεινάριατῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
82. Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,ματωμένη περπατεῖς.
83. Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,6στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼκρινοδάκτυλες παρθένεςὀποῦ κάνουνε χορό.
84. Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουνὡραία μάτια ἐρωτικά,καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουνμαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
85. Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζειπῶς ὁ κόρφος καθεμιᾶςγλυχοβύζαστο ἑτοιμάζειγάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριᾶς.
86. Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ.φιλελεύθερα τραγούδιασὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
87. Ἀπ' τὰ κόκαλα βγαλμένητῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ !
88. Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγιτὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι7γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
89. Σοὺ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώνταςἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,καὶ τὸ δάκτυλο κινώνταςὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
90. «σ' αὐτό», ἐφώναξε, «τo χῶμαστάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά!».Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμαμπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.8
91. Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸγύρω γύρω τῆς πυκνώνειποῦ σκορπάει τὸ θυμιατό.
92. Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδίαὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή.βλέπει τὴ φωταγωγίαστοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
93. Ποιοὶ εἲν' αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουνμὲ πολλὴ ποδοβολή,κι ἂρματ', ἅρματα ταράζουν;Ἐπετάχτηχες ἐσύ!
94. Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.
95. Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδηχεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός.φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
96. Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,τρία πατήματα πατᾶς,σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾶς.
97. Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθειπροχωρώντας ὁμιλεῖς:«Σήμερ', ἄπιστοι, ἐγεννήθη,ναὶ τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής».
98. Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε:«Ἐγὼ εἲμ' Ἄλφα, Ὠμέγα ἔγω.9πέστε, ποὺ θ' ἀποκρυφθεῖτεἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
99. Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,ποῦ, μ' αὐτὴν ἂν συγκριθεῖκείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.
100. Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.
101. Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,καὶ δὲν σώζεται πνοή,πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέειμὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή».
102. Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἶσαι ἀδελφή;Ποὶος εἲν' ἄξιος νὰ νικήσειἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθεῖ;
103. Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόσητοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,ποῦ ὅλην θέλει θανατώσειτὴ μισόχριστη σπορά.
104. Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουντὰ νερά, καὶ τ' ἀγρικῶδυνατὰ νὰ μουρμουρίζουνσὰν νὰ ρυάζετο θηριό.
105. Κακορίζικοι, ποὺ πάτετοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροὴ10καὶ πιδέξια πολεμᾶτεἀπὸ τὴν καταδρομὴ
106. νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμαἔγινε ὅλο φουσκωτό.ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμαπρὶν νὰ εὐρεῖτε ἀφανισμό.
107. Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζεικάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζειτὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
108. Σφαλερὰ τετραποδίζουνπλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰτρομασμένα χλιμιτρίζουνκαὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
109. Ποὶος στὸ σύντροφον ἁπλώνειχέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθεῖ.ποὶος τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνειὅσο ὀποῦ νὰ νεκρωθεῖ.
110. Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,μὲ τὰ μάτια πεταχτά,κατὰ τ' ἄστρα σηκωμένεςγιὰ τὴν ὕστερη φορᾶ.
111. Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτητοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή-τὸ χλιμίτρισμα καὶ οἱ κρότοικαὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί,
112. Ἔτσι ν' ἄκουα νὰ βουΐξειτὸ βαθὺν Ὠκεανό,καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξεικάθε σπέρμα ἀγαρηνό!
113. Καὶ ἐκεῖ ποὺ 'ναι ἡ Ἁγία Σοφία,μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,ὅλα τ' ἄψυχα κορμία,βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114. σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξειἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,κι ἀπ' ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξειὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.11
115. Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰμ' ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνειμεταξύ τους καὶ ἂς μετρᾶ.
116. Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνειτεντωτό, πιστομητό,κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνεικαὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιο
117. καὶ χειρότερα ἀγριεύεικαὶ φουσκώνει ὁ ποταμός.πάντα, πάντα περισσεύει.πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρὸς
118. Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρατὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;Μεγαλόφωνα τὴν ὥραὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,
119. τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσεστοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσεἀναρίθμητος λαός.
120. Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονίαἡ ἀδελφή του Ἀαρῶν,ἡ προφήτισσα Μαρία,μ' ἕνα τύμπανο τερπνὸν12
121. καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρεςμὲ τσ' ἀγκάλες ἀνοικτές,τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
122. Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψητοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψηποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
123. Εἰς αὐτήν, εἲν' ξακουσμένο,δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ.ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν' ξένοκαὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
124. Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνεικύματ' ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,μὲ τὰ ὁποία τὴν περιζώνει,κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
125. Μὲ βρυχίσματα σαλεύειποῦ τρομάζει ἡ ἀκοή.κάθε ξύλο κινδυνεύεικαὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.
126. Φαίνετ' ἔπειτα ἡ γαλήνηκαὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἥλιου,καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνειτοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
127. Δὲν νικιέσαι, εἲν' ξακουσμένο,στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ.ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν' ξένοκαὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
128. Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰτὰ τρεχούμενα κατάρτια,τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.
129.Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἲν' πολλές,πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
130. Μ' ἐπιθύμια νὰ τηράζειςδυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,13καὶ θανάσιμον τινάζειςἐναντίον τοὺς κεραυνό.
131. Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,καὶ σηκώνει μία βροντή,καὶ τὸ πέλαο χρωματίζειμὲ αἱματόχροη βαφή.
132. Πνίγοντ' ὅλοι οἱ πολεμάρχοιΚαὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί.χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,ποῦ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.
133. Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοιμὲ τσ' ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείληδίνοντας τὰ εἰς τὸ φιλί.
134. Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε14τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστεπλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.
135. Ὅλοι κλάψτε. ἀποθαμένοςὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς.κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένοςὡσὰν νὰ 'τανε φονιάς!
136. Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμαπ' ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖτ' Ἅγιον Αἷμα, τ' Ἅγιον Σῶμα.Λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγεῖ
137. ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθεῖ,εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσεικαὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμεῖ.
138. Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύειεἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβειτὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
139. Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰνὰ σωπάσω μὲ προστάζειμὲ τὸ δάχτυλο ἡ θεά.
140. Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπητρεῖς φορὲς μ' ἀνησυχιά.προσηλώνεται κατόπιστὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾶ:
141. «Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοιγιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμειστοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
142. Ἀπ' ἐσᾶς ἀπομακραίνεικάθε δύναμη ἐχθρική,ἀλλὰ ἀνίκητη μία μένειποῦ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
143. Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοιξαναρχόστενε ζεστοί,κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,ἄχ, τὸ νοῦ σας τυραννεῖ.
144. Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάειἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴκαθενὸς χαμογελάει,"πάρ' τό", λέγοντας, "καὶ σύ".
145. Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνειἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά.μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνειεἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
146. Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,πῶς τὸ χέρι σας κτυπάειτοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
147. Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τουςτὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:"Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τουςδὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά".
148. Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα.Ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖγιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδαὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
149. Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτεγιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθεῖτεσὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
150. Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,πόσο ἀκόμη νὰ παρθεῖ.πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθεῖτε,πάντα ἐσᾶς θ' ἀκολουθεῖ.
151. Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,καταστῆστε ἕνα Σταυρὸκαὶ φωνάξετε μὲ μία:"Βασιλεῖς, κοιτάξτ' ἐδῶ!
152. Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτεεἶναι τοῦτο, καὶ γι' αὐτὸματωμένους μας κοιτᾶτεστὸν ἀγώνα τὸ σκληρό.
153. Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουντὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦνκαὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.
154. Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθηαἷμα ἀθῶο χριστιανικό,ποῦ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθητῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.
155. Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνεςτοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνεςκαὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
156. Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέροςσὰν τοῦ Ἀβὲλ καταβοᾶ.δὲν εἲν' φύσημα τοῦ ἀέροςποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
157. Τί θὰ κάμετε; Θ' ἀφῆστενὰ ἀποκτήσομεν ἐμεῖςλευθεριᾶν, ἢ θὰ τὴν λύστεἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
158. Τοῦτο ἄν ἴσως μελετᾶτε,ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό.Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλάτε,καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!".