I epistrofi tou asotou (Η επιστροφή του ασώτου)
Μέσα στο κέφι του γλεντιού και στου κρασιού τη ζάληένας μικρός εμίλησε μ' αποκοτιά μεγάλη:"Ξένε, ό,τι είχες να μας πεις, όλα θαρρώ μας τα 'πες,γύρισες όταν έχασες, όνειρα και αγάπες".
Πιότερο τον επίκρανε κι απ' τη ντροπή του νόστουπου ο μικρός δε γνώρισε πως ήταν αδερφός του.Σαν τέλειωσε η ξεφάντωση, πήγε στην καμαρά τουπου 'χανε βάψει οι τοίχοι της από τα όνειρά του.
Κι όπως εξετυλίγονταν τα όνειρα τα πρώτα,ο αδερφός του χτύπησε της κάμαρας την πόρτα,και το 'πε πως από καιρό τον τυρρανά η σκέψη,μ' απόψε τ' αποφάσισε άλαργο να μισέψει.
Επόνεσε όπως πονεί παλιά πληγή π' ανοίγεικαι του διπλοπαράγγελνε τι πρέπει ν' αποφύγει."Εκεί στα ξένα που θα πας, μην πιεις νερό αδερφέ μου,τση λησμονιάς και μαραθείς, ανθέ και καντιφέ μου.
Κάμε σαίτα την καρδιά να σκίσει τον αέρα,να φτάσεις όπου έφτασα κι ακόμη παραπέρα.Και το στερνό που θα σου πω πριν από τη φυγή σου,πρόσεξε στο ταξίδι σου μη χάσεις την ψυχή σου".
Μέσα στη νύχτα μείνανε για ώρα αγκαλιασμένοικαι νιώθαν πως μ' αόρατο σκοινί ήτανε δεμένοι.Κι όπως τον συναπόβγανε και μάκραινε η σκιά του,έπεσε στο προσκέφαλο κι έκλαψ' απ' την καρδιά του.