Egó eímai xénos pou perná [O dikastís] (Εγώ είμαι ξένος που περνά [Ο δικαστής])
Έχει η αγάπη τον καημό,η ξενιτειά το δρόμο,ο στρατιώτης τ’ όπλο του ω ω ω ωκι ο δικαστής κι ο δικαστής το νόμο.
Μα εγώ είμαι ξένος που περνάγι’ αυτούς που με ξεχάσανεκι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ωπίνουν το αίμα μου ξανά,κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ωπίνουν το αίμα μου ξανά.
Όπου έχει μαύρη την ψυχήέχει και το μαχαίρικι όπου το φίδι καρτερεί ω ω ω ωεκεί είναι πε εκεί είναι περιστέρι.
Μα εγώ είμαι ξένος που περνάγι’ αυτούς που με ξεχάσανεκι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ωπίνουν το αίμα μου ξανά,κι αυτοί που με δικάσανε ω ω ω ωπίνουν το αίμα μου ξανά.