Πόσο όμορφη είσαι
θέλεις να μάθεις γιατί σε μισώ;λοιπόν, θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω..Θυμάσαι εκείνη τη μέρα στο Παρίσιόταν περιπλανιόμασταν μέσα στη βροχήκαι υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλοότι πάντα θα σκεφτόμασταν έτσικαι είχαμε αυτό το όνειρονα είμαστε δυο ψυχές σαν μίακαι σταματήσαμε μόλις έδυσε ο ήλιοςκαι περιμέναμε τη νύχταέξω από ένα αστραφτερό κτίριοαπό αστραφτερό γυαλί και καιγόμενο φως..
και σε αυτό το δρόμο πριν από εμάςκαθόταν ένας κουρασμένος γκριζομάλλης άντραςπου κρατούσε ένα παιδί στην πλάτη τουένα μικρό αγόρι από το χέρικαι οι τρεις τους φορούσαν κουρέλιακαι ήταν πιο αδύνατοι κι απ'τον άνεμοκαι τα έξι μάτια κοιτούσαν σταθερά κι επίμονα εμένα κι εσένα
τα μάτια του πατέρα είπαν ''πανέμορφη!Πόσο όμορφη είσαι!''τα μάτια του αγοριού είπαν''Πόσο όμορφηΛαμπυρίζει σαν αστέρι!''τα μάτια του παιδιού δεν είπαν τίποταπαρά μόνο μια βουβή και απόλυτη χαράκαι γέμισαν την καρδιά μου με ντροπή για εμάςγια την κατάστασή μας
γύρισα να σε κοιτάξωγια να διαβάσω τις σκέψεις μου στο πρόσωπό σουκαι κοίταξα τόσο βαθιά μέσα στα μάτια σουτόσο όμορφα και περίεργαμέχρι που μίλησεςκαι μου έδειξες ότι η κατανόηση είναι ένα όνειρο''Μισώ αυτούς τους ανθρώπους που με κοιτάζουν επίμονααπομάκρυνέ τους από κοντά μου!"
τα μάτια του πατέρα είπαν ''πανέμορφη!Πόσο όμορφη είσαι!''τα μάτια του αγοριού είπαν''Πόσο όμορφη! Λαμπυρίζει σαν αστέρι!''τα μάτια του παιδιού δεν είπαν τίποταπαρά μόνο μια βουβή και απόλυτη χαράκαι γέμισαν την καρδιά μου με θλίψηγια την κατάστασή μαςγια την κατάστασή μαςγια την κατάστασή μας
και γι'αυτό σε μισώκαι πώς καταλαβαίνωότι κανείς ποτέ δεν ξέρει ή αγαπάει τον άλλον
ή αγαπάει τον άλλον
Quanto sei bella
Vuoi sapere perché ti odio?bene, proverò a spiegartelo...Ti ricordi quel giono a Parigiquando camminavamo soto la pioggiae ci promettevamo a vicendache saremmo sempre stati d'accordoe che avremmo sempre fatto quel sognodi essere una sola anima in duepoi ci siamo fermati al tramontoe abbiamo aspettato la nottefuori da uno scintillante palazzodai bicchieri luminosi e dalle luci in fuoco
E, sulla strada, di fronte a noic'era un tizio grigiastroche portava un bambino sulle spallee un ragazzino per manoerano tutti e tre vestiti poveramentee più magri dell'ariae tutti e sei i loro occhi ci fissavano
Gli occhi del padre dicevano "Bella!Quanto sei bella!"Gli occhi del ragazzino dicevano"Quanto è bella!Brilla come una stella!"Gli occhi del bambino non dicevano nullase non una gioia completa e mutache riempiva il mio cuore di vergogna per noie per quelllo che eravamo
mi girai a guardartiper leggere i miei stessi pensieri sulla tua facciae guardai così nel profondo dei tuoi occhicosì belli e così stranifin quando tu parlastifacendomi realizzare che capire è un sogno"Odio questa gente che mi fissa!Mandali via da me!"
Gli occhi del padre dicevano "Bella!Quanto sei bella!"Gli occhi del ragazzino dicevano"Quanto è bella!Brilla come una stella!"Gli occhi del bambino non dicevano nullase non una gioia semplice e mutache riempiva il mio cuore di tristezzaper quello che siamoper quello che siamoper quello che siamo
Ecco perché ti odioed ecco come ho capitoche nessuno riuscirà mai a conoscere o ad amare un'altra persona
ad amare un'altra persona