I balada tou parkou | Η μπαλάντα του πάρκου
Σέρνεις τα βήματα βαριά στις γειτονιές και τα σοκάκια,λόγια, χαράζεις, μαγικά, σ’ όλα του πάρκου τα παγκάκια,σ’ αυτή την πόλη μοναχός και το χωριό στενό και ξένο,ταξίδια φτιάχνεις στο νερό και στο ταβάνι σου ένα τραίνο.
Ξεκίνησες κατακτητής, λιγάκι ονειροπαρμένος,στη χώρα σου ένας ναυαγός, στην πόλη σου αδικοχαμένος,κρυφοκοιτάς πόρτες κλειστές, ζηλεύεις τ’ άγνωστα ζευγάρια,οι υποσχεμένες ηδονές γίνονται πρόστυχα παζάρια.
Την πύλη ορίζουνε οι ληστές κι ο τεχνοκράτης την κρεμάλα,τη μοίρα σου οι πειρατές κι εσύ ανδρείκελο και μπάλα,σεργιάνι βγήκανε οι Θεοί, πουλιούνται στο μοναστηράκι,τσέπη βαθιά, καρδιά ρηχή, σωτήρες μ’ άψογο μουστάκι.
Απατεώνες πειστικοί, ποιοτικά εξελιγμένοι,πουλήσου ν’ αγοράσεις γη από πολύ καιρό χαμένηκι αν κάτι πάει ν’ ανεβεί, κι αν κάτι πάει να πετάξει,έχουνε δόντια και οι ουρανοί και ξόβεργες από μετάξι.
Σέρνεις τα βήματα βαριά στις γειτονιές και τα σοκάκια,λόγια, χαράζεις, μαγικά, σ’ όλα του πάρκου τα παγκάκια,μοναχικέ περπατητή, μοναχικό γερτό αγόρι,χωρίς τη χάρη του ποιητή, μέσα σου κουβαλάς την πόλη.