Pιxída (Πυξίδα)
Από μικρός στην αγκαλιά των λογισμών μουείχα διαλέξει από όλα μου τα πάθηνα κυνηγάω με το ξύλινο άλογό μουμια οπτασία που κρυβότανε στα δάση
Από μικρός γυροβολούσα τα ποτάμιαμε άγριους φίλους που χτυπούσαν τα σπαθιά τουςξάπλωνα νύχτα στα βρεγμένα τα καλάμιακαι δίπλα ο Έλβις είχε ανοίξει την καρδιά του
Ζήσε μονάχα την στιγμή και άσε το μετάένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργάΖήσε μονάχα την στιγμή και άσε το μετάένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργά
Μικρός πολύ σε μια σπηλιά με σταλακτίτεςμπροστά μου πέταξε μια μαύρη νυχτερίδαπες μου που πάνε όταν πεθαίνουν οι αλήτεςαφού η ψυχή τους έχει χάσει την πυξίδα
Ζήσε μονάχα την στιγμή και άσε το μετάένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργάΖήσε μονάχα την στιγμή και άσε το μετάένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργά