Tsiggana (Τσιγγάνα)
Τσιγγάνα που εχόρευες ξυπόλητη στην άμμοπου πέταξες το τριαντάφυλλο αυτόπου κράταγες σφιχτά στα δυο γλυκά σου χείληκαι έγινε μαχαίρι κοφτερό.
Ξοπίσω σέρνεις εραστές δεμένους μ’ αλυσίδεςπου βλαστημούν την ώρα την στιγμήπου μαγεμένοι κόλλησαν σαν μαύρες πεταλίδεςμια νύχτα στο γυμνό σου το κορμί.
Τσιγγάνα που εχόρευες ξυπόλητη στην άμμοκρατάς τώρα στα χέρια σου τα δυο,τον βούρδουλα στ’ αριστερό να δέρνεις τον αγέρακαι στο δεξί σπαθί σαρακηνό.