Loxandra | Λωξάντρα
Η κυρά μας η Λωξάντρα η Πολίτισσαδεν ήτανε καμιά κοσμοπολίτισσαήταν δέντρο, φυτρωμένο μες στην πόληπου οι ρίζες του στεριώσανε σαν πόλη
Στο χαμηλό τον αντά κάθε πρωίμε ζαχαρόνερο και καλοπιάσματασ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι από φωςτη μοίρα γλύκαινε η Λωξάντρα με κεράσματα
Τα δυο της χέρια που ζυμώναν τον καιρόμοσχοβολούσανε μαχλέπι και λιβάνιστην αγκαλιά της ξεχειμώνιαζε ο Θεόςαναπαυμένος στο γαλάζιο της φουστάνι
Στο χαμηλό τον αντά κάθε πρωίμε ζαχαρόνερο και καλοπιάσματασ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι από φωςτη μοίρα γλύκαινε η Λωξάντρα με κεράσματα