Ντόμινο
Σε λάθος πλοίο επιβάτηςκαι στην κουκέτα τ' όνομά της.Μασάει χρυσάνθεμα και δυόσμοκαι βλέπει ανάποδα τον κόσμο.
Μεθάει σε βρώμικα λιμάνιαμε λιποτάκτες και χαρμάνια.Σε θαλασσόπετρες πλαγιάζεικαι με τ' αστέρια κουβεντιάζει.
Κι η μάνα του στις ρεματιέςανάβει στα νερά φωτιές.
Μέσα στης τρέλας του τη φιέστααπ' τη ζωή ζητάει τα ρέστα.Πέφτουνε ντόμινο τα πλάνα,τον βρίσκει η νύχτα σε μια αλάνα.
Έξω απ' το σώμα του πετάεικαι στους αιθέρες περπατάει.Στο λίβα της και στο βαρδάρη,στον ήλιο της και στο φεγγάρι.
Κι η μάνα του στις ρεματιέςανάβει στα νερά φωτιές.