Anastasia | Αναστασιά
Άνθος π’ ανθίζει και μαραίνεται με τον καιρόΈτσι κι εγώ παππούς ογδονταδυό, από χωριόΜα παλληκάρι στην καρδιά δεκαοχτώ χρονόΒάλε μια κούπα με κρασί να πιω να ζαλιστώ
Μωρέ φέρτε τα νταούλια, φέρτε τα βιολιάΠιάσε το μπαστούνι μου ΑναστασιάΆει να σηκωθώ ν’ αρχίσω το χορόΌσο αντέχω ακόμα και βαστώ
Στο πανηγύρι γύρω-γύρω όλοι μια `γκαλιάΣτη μέση να χοροπηδούνε τα μικρά παιδιάΕίν’ η χαρά που απομένει μες στον κόσμο αυτόΚαι γρουσουζιά να βλέπεις ένα κώλο καθιστό