Αλεξάνδρα
Τα φύλλα είναι κόκκινα,φύλλα του φθινοπώρουκι η σαλαμάντρα αστραφτερήκαι κάλτσα του διαβόλου.
Δεν τη χωράει ο Κίσσαβος,δεν τη χωράει ο τόποςκι αν της μιλάς για σύνεσηχαμένος πάει ο κόπος.
Αλεξάντρα, σαλαμάντρα, τι κακό είν’ αυτό!Γιατί πήγες μ’ άλλον άντρα, παλιοκόριτσο;
Η σαλαμάντρα όταν κοιτάτον ουρανό να βρέχει,θυμάται την αγάπη τηςπου πια δεν την κατέχει.
Σπρώχνει το καστανόχωμα,βγαίνει απ’ τη φωλιά τηςκαι κει που ο κάπρος πλένοντανσκορπά τα δάκρυά της.
Κίτρινα φοράς και μαύρα, μες στις ομορφιέςΑλεξάντρα, Αλεξάντρα πως με ξέχασες!