Ta klemmena | Τα Κλεμμένα
Μία τσιγγάνα μου 'χε πει πως είμαι απ' το Αϊβαλίκι εγώ θυμήθηκα τα λόγια του παππού μου.Στη Σμύρνη έφτιαχνε γλυκά και η γιαγιά μπαχαρικάμέσα στο σπίτι του πατέρα του δικού μου.
Τα χρόνια που 'μουν πιο μικρός, αναρωτιόμουν συνεχώςγιατί 'χε πάντα το μπαούλο γυαλισμένο.Και πριν πεθάνει μου 'χε πει να του φυλάξω το κλειδίκι είδα το βλέμμα το στερνό του φοβισμένο.
Στην Πόλη στην Αγιά Σοφιά, δακρύζει πάντα η Παναγιάγι' αυτούς που έφυγαν διωγμένοι μες στα πλοία.Στην Πόλη στην Αγιά Σοφιά, ακόμα καίει μια φωτιάγιατί μεμέτηδες δανείζονται τα θεία.
Έφυγε δίχως παιδεμό, μα έζησε ξεριζωμόαυτήν την λέξη την πρωτάκουσα στα έξι.Είχα ρωτήσει να μου πει την ιστορία απ' την αρχήκι όπως μιλούσε έσταζε αίμα η κάθε λέξη.
Γι' αυτό το άνοιξα κι εγώ το κασελάκι το παλιόκι είδα τα λίγα που 'χε πάρει, τα κρυμμένα.Κανέλα, σμύρνα και νερό απ' τα παράλια θαρρώκαι λίγο χώμα από τα μέρη τα κλεμμένα.
Στην Πόλη στην Αγιά Σοφιά, δακρύζει πάντα η Παναγιάγι' αυτούς που έφυγαν διωγμένοι μες στα πλοία.Στην Πόλη στην Αγιά Σοφιά, ακόμα καίει μια φωτιάγιατί μεμέτηδες δανείζονται τα θεία.