Apó xéno tópo (Aπό ξένο τόπο) 1
Aπό ξένο τόπο κι απ' αλαργινόήρθ' ένα κορίτσι, φως μου, δεκαοχτώ χρονώ'.
Ούτε στην πόρτα βγαίνει ούτε στο στενόούτε στο παραθύρι, φως μου, δυο λόγια να της πω.
Έχει μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιάκαι στο μάγουλό του, φως μου, έχει μιαν ελιά.
Δε μου τη δανείζεις δεν μου την πουλάςτην ελίτσα που 'χεις, φως μου, και με τυραννάς.
Δε σου τη δανείζω, δεν σου την πουλώμόν' να τη χαρίσω θέλω σε κείνον π' αγαπώ.